-
1 автоответчик
свз. о αυτόματος τηλεφωνητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоответчик
-
2 ответчик
1. свз. о (αυτόματος) τηλεφωνητής 2. (рлк.) о αποκρίτης 3. юр. о εναγόμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ответчик
-
3 телефонировать
τηλεφωνώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > телефонировать
-
4 телефонист
-а α.-ка, -и θ.τηλεφωνητής, -ήτρια.
См. также в других словарях:
τηλεφωνητής — ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν 1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας 2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και… … Dictionary of Greek
τηλεφωνητής — ο θηλ. τηλεφωνήτρια 1. υπάλληλος που χειρίζεται τηλεφωνικό κέντρο. 2. «αυτόματος τηλεφωνητής», αυτόματη συσκευή που απαντά σε τηλεφωνικές κλήσεις όταν λείπουν οι ένοικοι ενός σπιτιού ή γραφείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)